κατενιαύσιος

κατενιαύσιος
κατενιαύσιος, ὁ
επιγρ.
1. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο
2. τίτλος ετήσιας αρχής, ετήσιου δημόσιου λειτουργήματος στη Γέλα τής Σικελίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐνιαύσιος «αυτός που γίνεται μια φορά τον χρόνο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”